- υποχλωρος
- ὑπόχλωροςὑπό-χλωρος2зеленоватый Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόχλωρος — greenish yellow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόχλωρος — ον, Α κάπως χλωμός, κιτρινοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλωρός «κιτρινοπράσινος»] … Dictionary of Greek
ὑπόχλωρον — ὑπόχλωρος greenish yellow masc/fem acc sg ὑπόχλωρος greenish yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχλώροισιν — ὑπόχλωρος greenish yellow masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχλώρους — ὑπόχλωρος greenish yellow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχλώρων — ὑπόχλωρος greenish yellow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχλωρα — ὑπόχλωρος greenish yellow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχλωροι — ὑπόχλωρος greenish yellow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχλωρίζω — Α [ὑπόχλωρος] γίνομαι ὑπόχλωρος* … Dictionary of Greek
HIERACITES — gem mae nomen, apud Plin. l. 37. c. 10. Hieracites alternat a milvinis nigrieque velur plumis. Ex Graeco Ι῾ερακίτης quod ab ἱέραξ, accipiter, milvus; huius enim colorem refert. Aetitius, Ι῾ερακίτης λίθος ὑπόχλωρος μέν ἐςτι, καὶ πρὸς τὸ μέλαν… … Hofmann J. Lexicon universale
MOROCHTHIS Gemma — Dioscoridi λευκογραφὶς et γαλαζίας; Aetio μοροζὸς, ab Aegyptiis adhibita olim, ad dealbanda lintea: ᾧ χρῶνται, inquit, ςτιλπνοῦντες τὰς ὀςθόνας. Dioscorides, ᾧ καὶ ὁι ὀςθονοποιοὶ πρὸς λεύκωσιν τῶ ἱματίων χρῶνται, μαλακῷ καὶ ἐυανέτῳ ὄντι. Colore… … Hofmann J. Lexicon universale